- τυκίον
- τῠκ-ίον, τό, [var] Dim. (only in form) of τύκος, Eust.136.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυκίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυκίον — τὸ, ΜΑ, και τύκιον Μ [τύκος] υποκορ. τού τύκος … Dictionary of Greek
τύκιον — τὸ, Μ βλ. τυκίον … Dictionary of Greek
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek